- ἀντεπιτειχίσαι
- ἀντεπιτειχίζομαιaor inf actἀντεπιτειχίσαῑ , ἀντεπιτειχίζομαιaor opt act 3rd sgἀντεπιτειχίζωraise a counter-workaor inf actἀντεπιτειχίσαῑ , ἀντεπιτειχίζωraise a counter-workaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.